κολλομελώ

κολλομελώ
κολλομελῶ, -έω (Α)
(κωμ. λ.) συνενώνω στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -μελῶ (< μέλος «τραγούδι»), πρβλ. γελοιο-μελώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”